- ακανθολογία
- η (Α ἀκανθολογία) [ἀκανθολόγος]συλλογή, μάζεμα τών αγκαθιών κάποιου φυτούνεοελλ.μτφ.1. καταγραφή των λαθών που παρουσιάζει ένα γραπτό2. μικρολογία, απασχόληση με ασήμαντα και περιττά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.